- οσπριοπώλης
- ὀσπριοπώλης, ο, θηλ. ὀσπριόπωλις (Α)πωλητής οσπρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. σιτο-πώλης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek